βαλλίστρα

βαλλίστρα
Βλητικό πολεμικό όργανο το οποίο αποτελείται από ένα ξύλινο σώμα εφοδιασμένο με μια συσκευή για το τέντωμα της χορδής. Αυτό το όπλο, που αποτελούσε μια τελειοποίηση του κλασικού τόξου, ήταν πιθανώς γνωστό πολύ πριν από τη χριστιανική εποχή στους πολεμιστές της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου και φαίνεται ότι το χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοι κατά τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας. Η τελειοποίηση οφείλεται στην εισαγωγή ενός μηχανικού συστήματος που επέτρεπε τη χρήση ενός πολύ ισχυρού τόξου με περιορισμένη δύναμη και το τέντωμα της χορδής του χωρίς την επέμβαση του τοξότη. Τη χορδή τη συγκρατούσε ένα ανασταλτικό ελατήριο, το οποίο απελευθέρωνε ο τοξότης τη στιγμή της εκτόξευσης του βέλους. Οι β. εκτόξευαν βέλη και ακόντια. Υπήρχαν διάφοροι τύποι β. ανάλογα με το σύστημα τάνυσης της χορδής και μπορούσαν επίσης να είναι φορητές ή σταθερές. Χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα κατά τον Μεσαίωνα και εγκαταλείφθηκαν στην αρχή του 17ου αι., λόγω της τελειοποίησης και της διάδοσης των πυροβόλων όπλων.
* * *
βαλλίστρα, η (AM)
πολεμική μηχανή για εκσφενδόνιση βλημάτων, ακοντίων, λίθων κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω (πρβλ. λατ. ballistra «καταπέλτης»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαλλίστρᾳ — βαλλίστρᾱͅ , βαλλίστρα catapult fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλλίστρας — βαλλίστρᾱς , βαλλίστρα catapult fem acc pl βαλλίστρᾱς , βαλλίστρα catapult fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλλίστραι — βαλλίστρᾱͅ , βαλλίστρα catapult fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλλιστρῶν — βαλλίστρα catapult fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλλιστάριος — βαλλιστάριος, ο (Μ) αυτός που χειρίζεται τη βαλλίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ballistarius «αυτός που χειρίζεται τον καταπέλτη, τη βαλλίστρα»] …   Dictionary of Greek

  • Ballista — The ballista (Latin, from Greek βαλλίστρα ballistra , from βάλλω ballō , to throw ), plural ballistae, was a weapon developed from earlier Greek crossbows. It relied upon different mechanics using instead of a prod two levers with torsion springs …   Wikipedia

  • Baliste — Pour les articles homonymes, voir Baliste (homonymie). La baliste (du latin ballista et du grec βαλλίστρα[1], à partir du mot …   Wikipédia en Français

  • Baliste (arme) — Baliste Pour les articles homonymes, voir Baliste (homonymie). La baliste (du latin ballistra et du grec βαλλίστρα[1], à pa …   Wikipédia en Français

  • Balistes — Baliste Pour les articles homonymes, voir Baliste (homonymie). La baliste (du latin ballistra et du grec βαλλίστρα[1], à pa …   Wikipédia en Français

  • Caable — Baliste Pour les articles homonymes, voir Baliste (homonymie). La baliste (du latin ballistra et du grec βαλλίστρα[1], à pa …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”