- βαλλίστρα
- Βλητικό πολεμικό όργανο το οποίο αποτελείται από ένα ξύλινο σώμα εφοδιασμένο με μια συσκευή για το τέντωμα της χορδής. Αυτό το όπλο, που αποτελούσε μια τελειοποίηση του κλασικού τόξου, ήταν πιθανώς γνωστό πολύ πριν από τη χριστιανική εποχή στους πολεμιστές της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου και φαίνεται ότι το χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοι κατά τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας. Η τελειοποίηση οφείλεται στην εισαγωγή ενός μηχανικού συστήματος που επέτρεπε τη χρήση ενός πολύ ισχυρού τόξου με περιορισμένη δύναμη και το τέντωμα της χορδής του χωρίς την επέμβαση του τοξότη. Τη χορδή τη συγκρατούσε ένα ανασταλτικό ελατήριο, το οποίο απελευθέρωνε ο τοξότης τη στιγμή της εκτόξευσης του βέλους. Οι β. εκτόξευαν βέλη και ακόντια. Υπήρχαν διάφοροι τύποι β. ανάλογα με το σύστημα τάνυσης της χορδής και μπορούσαν επίσης να είναι φορητές ή σταθερές. Χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα κατά τον Μεσαίωνα και εγκαταλείφθηκαν στην αρχή του 17ου αι., λόγω της τελειοποίησης και της διάδοσης των πυροβόλων όπλων.
* * *βαλλίστρα, η (AM)πολεμική μηχανή για εκσφενδόνιση βλημάτων, ακοντίων, λίθων κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω (πρβλ. λατ. ballistra «καταπέλτης»)].
Dictionary of Greek. 2013.